δικαστής

δικαστής
Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι επιφορτισμένοι με δικαιοδοτικές αρμοδιότητες της δικαστικής αρχής, οι οποίοι διακρίνονται σαφώς, από άποψη αρμοδιοτήτων, από τους δικαστικούς λειτουργούς που είναι επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα της εισαγγελικής αρχής. Υπό αυστηρά τεχνική έννοια, εξάλλου, ο όρος δ. σημαίνει το δικαστικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με εξουσίες για τη λήψη απόφασης κατά την τελευταία φάση της δίκης, η οποία ονομάζεται δικαστική απόφαση. O δ. λειτουργεί είτε ως μέλος πολυμελούς δικαστηρίου είτε μόνος, οπότε συγκροτεί το μονομελές δικαστήριο. Από την άποψη αυτή γίνεται διάκριση μεταξύ του μονομελούς και του πολυμελούς δικαστηρίου. Στο ελληνικό δικαστηριακό σύστημα, εκτός των ειρηνοδικείων (και των πταισματοδικείων) που είναι πάντοτε μονομελή, καθώς και των μονομελών πλημμελειοδικείων, τα υπόλοιπα δικαστήρια είναι κατά κανόνα πολυμελή και κατ’ εξαίρεση μόνο, δηλαδή σε ειδικές περιπτώσεις (επείγον κλπ.), μονομελή (μονομελές πρωτοδικείο, μονομελές εφετείο, μονομελές δικαστήριο του Αρείου Πάγου). Το σύστημα του μονομελούς δικαστηρίου έχει, εξάλλου, γίνει δεκτό σε όλους τους βαθμούς κατά την εισαγωγική φάση της δίκης (εισηγητής, ανακριτής). Σε αλλά δικαστικά συστήματα οι περιπτώσεις μονομελών δικαστηρίων είναι ακόμα σπανιότερες, όπως στην Ιταλία, όπου μονομελής είναι μόνο ο δ.-συμβιβαστής και ο ειρηνοδίκης. Υπέρ των πολυμελών δικαστηρίων συνηγορούν διάφοροι λόγοι, όπως η καλύτερη στάθμιση της απόφασης, o αμοιβαίος έλεγχος των μελών του κρίνοντος δικαστηρίου, η μεγαλύτερη ανεξαρτησία κρίσης που διασφαλίζεται με τη μυστικότητα της ψήφου· υπέρ των μονομελών προβάλλεται η αμεσότερη γνώση των πράξεων που δικάζονται και η ταχύτερη διεκπεραίωση και υπευθυνότητα των αποφάσεων. Στους σύγχρονους δικαστικούς οργανισμούς η τάση είναι υπέρ των πολυμελών δικαστηρίων. Μια σημαντική έννοια, που επιβεβαιώνεται στη θεωρία και στους θεσμούς των νεότερων χρόνων, είναι εκείνη του φυσικού δ., που αναφέρεται στην αρχή ότι κανείς δεν μπορεί να στερηθεί τον δ. που ο νόμος ορίζει ως αρμόδιο να κρίνει την προκειμένη περίπτωση. Ένα άλλο πρόβλημα που έχει συζητηθεί αρκετά αφορά το αν πρέπει να επιλέγεται ο νομικός δ. ή o λαϊκός δ., δηλαδή αυτός που δεν έχει ειδική νομική κατάρτιση. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν στην Ελλάδα οι ένορκοι των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων και οι διαιτητές. Οπωσδήποτε, οι σύγχρονοι δικαστικοί οργανισμοί τείνουν γενικά να ευνοήσουν την ανεξαρτησία του δ. (δηλαδή την υποταγή του αποκλειστικά στον νόμο) και την ελευθερία σχηματισμού της δικαστικής πεποίθησης. Στο ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα αναγνωρίζεται η έννοια και υπεροχή του φυσικού δικαστή (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο (AM δικαστής, Α θηλ. δικάστρια, η)
1. λειτουργός επιφορτισμένος με την απονομή τής δικαιοσύνης
2. αυτός που κρίνει και αποφασίζει
νεοελλ.
ο αυστηρός κριτής
αρχ.
«δικαστὴς αἵματος» — εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικάζω. Στην αρχαία Αθήνα η λ. χρησιμοποιούνταν κυρίως στον πληθ. δικασταί «ένορκοι, κριτές, ελλανοδίκες», ενώ ο εν. δικαστής απαντά συχνά στον νομικό κώδικα (επιγραφή) τής Γόρτυνος. Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ. κριτής δεν είναι νομικός όρος, εν αντιθέσει προς το κρίνω (βλ. λ. δικάζω)
πρβλ. και γερμ. urteilen, Urteil αλλά Richter για τον δικαστή (όχι Urteiler)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικαστής — a judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστής — ο δημόσιος υπάλληλος που απονέμει δικαιοσύνη, που ασκεί τη δικαστική εξουσία σύμφωνα με τους νόμους του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικασταῖς — δικαστής a judge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασταί — δικαστής a judge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστοῦ — δικαστής a judge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστῆ — δικαστής a judge masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστῇ — δικαστής a judge masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστήν — δικαστής a judge masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστῶν — δικαστής a judge masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”